- ἡμετέρα
- ἡμετέρᾱ , ἡμέτεροςourfem nom/voc/acc dualἡμετέρᾱ , ἡμέτεροςourfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡμετέρᾳ — ἡμετέρᾱͅ , ἡμέτερος our fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέτερα — ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρας — ἡμετέρᾱς , ἡμέτερος our fem acc pl ἡμετέρᾱς , ἡμέτερος our fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετεράων — ἡμετερά̱ων , ἡμέτερος our masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραι — ἡμετέρᾱͅ , ἡμέτερος our fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραν — ἡμετέρᾱν , ἡμέτερος our fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέτερ' — ἡμέτερα , ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl ἡμέτερε , ἡμέτερος our masc voc sg ἡμέτεραι , ἡμέτερος our fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… … Dictionary of Greek
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
АНАКСИМЕН — • Anaximenes, Άναξιμένης, 1. милетец, сын Евристрата, называемый другом или учеником Анаксимандра, родился между 560 и 548 гг. до Р. X. В своем философском учении снова поставил на место неопределенного анаксимандровского… … Реальный словарь классических древностей